- προκαταρρήγνυμι
- προκαταρρήγνῡμι,A break down before, γεφύρας prob. in D.C.36.7.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προκαταρρήγνυμι — Α 1. καταστρέφω εκ τών προτέρων 2. καταρρίπτω, γκρεμίζω εκ τών προτέρων («τὰς γὰρ γεφύρας οἱ βάρβαροι προκατέρρηξαν», Δίων Κάσσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καταρρήγνυμι «καταρρίπτω, καταστρέφω»] … Dictionary of Greek